- Δούναβης
- (γερμ. Donau, σλοβακ. Dunaj, ουγγρ. Duna, σερβοκροατ. και βουλγ. Dunav, ρουμ. Dunarea, ουκρ. Dunay· ο Ίστρος των αρχαίων Ελλήνων). Ποταμός (2.840 χλμ.) της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης. Είναι ο δεύτερος σε μήκος της ηπείρου, μετά τον Βόλγα. Έχει μέσο όγκο παροχής 6.500 κ.μ./δευτ. και έκταση λεκάνης 828.000 τ. χλμ. Πηγάζει από τον Μέλανα Δρυμό της Γερμανίας· με τη συμβολή των ποταμών Μπρίγκαχ και Μπρέγκε, διασχίζει τα εδάφη οκτώ κρατών και εκβάλλει ΝΔ της Οδησσού, σχηματίζοντας ένα ευρύ δέλτα περίπου 200 χλμ.
Στο ανώτερο τμήμα του ρου του, από τις πηγές έως τη Μπρατισλάβα (Σλοβακία), ο Δ. διαρρέει το νότιο τμήμα της Γερμανίας και το βόρειο της Αυστρίας και ύστερα διαμορφώνει τμήμα των συνόρων μεταξύ Σλοβακίας και Ουγγαρίας. Λίγο ψηλότερα από τη Βουδαπέστη στρέφεται απότομα προς τα Ν, διασχίζει ολόκληρη την Ουγγαρία και σχηματίζει μέρος των συνόρων μεταξύ Σερβίας και Κροατίας. Στη συνέχεια, μετά την είσοδό του στη Σερβία, στρέφεται ΝΑ και Α, ακολουθεί τη γραμμή των συνόρων Σερβίας και Ρουμανίας και διαμορφώνει τα σύνορα της τελευταίας με τη Βουλγαρία. Σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα ανεβαίνει προς τα Β και τελικά, στο ύψος της πόλης Γαλάτσι, κατευθύνεται οριστικά προς τα Α, χωρίζοντας τη Ρουμανία από την Ουκρανία.
Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του ρου του, η κοίτη του ποταμού διευρύνεται αφού βγει από τα υψώματα του Μέλανα Δρυμού, στο σουηβοβαυαρικό υψίπεδο, όπου ο Δ. δέχεται διάφορους παραπόταμους, κυρίως από τα δεξιά (Ίλερ, Λεχ, Ίζαρ, Ιν), περιορίζοντας μόνο σε ορισμένα τμήματα την κοίτη του, όταν συναντά τα κρυσταλλοπαγή πετρώματα του Βοημικού Δρυμού.
Στην κοιλάδα του Λιντς ρέει διασχίζοντας διάφορα εμπόδια, πλησιάζει στις Άλπεις και ύστερα εισέρχεται στο λεκανοπέδιο της Βιέννης, στις ανατολικές παρυφές του οποίου εμπλουτίζεται με τα νερά του Μοράβα. Περνώντας από την Πανονία, όπου δέχεται τα νερά του Βαχ και του Χρον, ο Δ. διασχίζει τους πρόποδες των ουγγρικών Καρπαθίων, μεταξύ του Βακονίου Δρυμού και των ορέων Μάτρα. Διαρρέει την ουγγρική πεδιάδα με αργό μαιανδρικό ρου, που δημιουργεί συχνά ελώδεις σχηματισμούς, και ύστερα περνά από τη Βοϊβοντίνα, όπου δέχεται τα νερά του κυριότερου παραποτάμου του, του Τίσα. Στην κοιλάδα του Βελιγραδίου, αφού δεχτεί από τα δεξιά τον Σάβο, ο Δ. διανοίγει έξοδο μεταξύ των Τρανσυλβανικών Άλπεων και του Αίμου. Στο ύψος της πόλης Όρσοβα, εισέρχεται σε μια κλεισώρεια μήκους περίπου 3 χλμ. και πλάτους μόλις 100 μ., που είναι γνωστή ως Σιδηρές Πύλες. Εκεί ο ρους του ποταμού γίνεται πιο γρήγορος και ορμητικός και χαρακτηρίζεται από έντονες δίνες. Ύστερα η κοίτη του διευρύνεται πάλι και ο Δ. ρέει με μικρή ταχύτητα στις παρυφές της πεδιάδας της Βλαχίας. Η όχθη προς τη Ρουμανία είναι χαμηλή και διάσπαρτη από πολυάριθμα τέλματα, σε αντίθεση με την όχθη προς τη Βουλγαρία, που είναι ψηλή και συμπαγής. Τέλος, ο Δ., αφού περάσει τις παρυφές της Δοβρουτσάς, αρχίζει να σχηματίζει το δέλτα του, που έχει έκταση 2.600 τ.χλμ. Εκεί διαιρείται σε τρεις κύριους βραχίονες: τον βόρειο της Κίλιγια, τον κεντρικό του Σουλινά (πλωτό για πλοία μέσης χωρητικότητας) και τον νότιο του Αγίου Γεωργίου. Στον Δ. συμβάλλουν περισσότεροι από 300 παραπόταμοι. Εκτός από αυτούς που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι σπουδαιότεροι είναι ο Ολτ, ο Σίρετ και ο Προύθος από τα αριστερά, και o Δράβος και ο Ίσκερ από τα δεξιά.
Η παροχή των νερών του Δ., εξαιτίας του μήκους του και των κλιματικών διαφορών των περιοχών που διασχίζει, δεν είναι ομοιόμορφη. Το ανώτερο τμήμα χαρακτηρίζεται από θερινές πλημμύρες, εξαιτίας της αφθονίας των νερών που δέχεται από τους αλπικούς παραποτάμους του, οι οποίοι παγώνουν τον χειμώνα και υπερχειλίζουν όταν λιώνουν οι πάγοι. Το μέσο και κατώτερο τμήμα εμφανίζει ανοιξιάτικες πλημμύρες, που οφείλονται στην τήξη των χιονιών και των πάγων, από τους οποίους ο ποταμός και οι γύρω του ζώνες καλύπτονται κάθε χρόνο. Ο Δ. διαρρέει πλούσιες γεωργικές περιοχές, μεταξύ των οποίων σπουδαιότερες είναι οι ουγγρικές και οι ρουμανικές πεδιάδες. Διασχίζει τρεις πρωτεύουσες (Βιέννη, Βουδαπέστη και Βελιγράδι) και άλλες πόλεις όπως η Ουλμ και η Ρέγκενσμπουργκ, ενώ αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες αρτηρίες για το ευρωπαϊκό εμπόριο.
Ήδη, από το 1856, με τη σύμβαση του Παρισιού (που συνάφθηκε μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο), καθιερώθηκε η αρχή της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στον ποταμό και ιδρύθηκαν γι’ αυτό τον σκοπό δύο οργανισμοί, η Ευρωπαϊκή Eπιτροπή του Δ. και η Επιτροπή των Παρόχθιων Κρατών. To καθεστώς αυτό έμεινε αμετάβλητο και μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, επικυρώθηκε και πάλι το 1921 με τη σύμβαση του Παρισιού, με την οποία ιδρύθηκε η Διεθνής Επιτροπή του Δ. Η Επιτροπή αυτή καταργήθηκε το 1940 με πρωτοβουλία των Γερμανών. Το 1948, στη διάσκεψη του Βελιγραδίου υπογράφηκε νέα σύμβαση, η οποία, επικυρώνοντας την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον Δ., περιλάμβανε στις χώρες-μέλη μόνο τα παρόχθια κράτη του Ανατολικού συνασπισμού και από το 1955 και την Αυστρία. Η σύμβαση όμως αυτή δεν έγινε δεκτή από τις δυτικές χώρες. Τα τελευταία χρόνια ο Δ. αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα μόλυνσης, η οποία μεταφέρεται στα διάφορα κράτη που διασχίζει ο ποταμός. Η μόλυνση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των πληθυσμών των ψαριών που ζούσαν κάποτε στον Δ., ενώ κατέστησε ακατάλληλο για πόση, και σε μεγάλο βαθμό και για άρδευση, το νερό του ποταμού. Στη διάρκεια του πολέμου στο Κόσοβο το 1999, οι αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ κατέστρεψαν γέφυρες κατά μήκος του ποταμού στην περιοχή της Σερβίας, γεγονός που προκάλεσε προβλήματα στη διεξαγωγή του εμπορίου μέσω του ποταμού.
Ένα επιπλέον ανησυχητικό φαινόμενο των τελευταίων ετών είναι οι συχνές υπερχειλίσεις του ποταμού, που προκαλούν καταστροφές στις καλλιέργειες, αλλά και στις παρόχθιες πόλεις, όπως συνέβη το καλοκαίρι του 2002, αλλά και στις αρχές του 2003.
Φωτογραφία του δέλτα του Δούναβη στη Ρουμανία και στην Ουκρανία, από δορυφόρο της NAΣA, το 1998 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov)
Η νέα γέφυρα στο Νόβι Σαντ της Σερβίας, στον Δούναβη, που ανακατασκευάστηκε μετά τους βομβαρδισμούς του 1999 (φωτ. ΑΠΕ).
Πλημμυρισμένα κτήρια στη Βουδαπέστη, τον Αύγουστο του 2002, από υπερχείλιση του Δούναβη (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.